ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… … Dictionary of Greek
ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… … Dictionary of Greek
πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
Ευμορφόπουλος, Διονύσιος — (Ιθάκη 1780 – Πάτρα 1861). Αγωνιστής του 1821. Ακολούθησε τον πατέρα του και έγινε ναυτικός. Όταν βρισκόταν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, τον χειμώνα του 1818 19, μυήθηκε από τους Αναγνωστόπουλο και Σκουφά στη Φιλική Εταιρεία. Παραχώρησε τότε το… … Dictionary of Greek
Ηλία, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βιρβίτσα της Γορτυνίας. Από το 1819 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, της οποίας έγινε ιερέας. Διέτρεξε διάφορες επαρχίες της Πελοποννήσου και κατήχησε πολλούς. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, τέθηκε επικεφαλής… … Dictionary of Greek
Θεοδωρίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Θαλής. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Διετέλεσε υπασπιστής και γραμματέας των Σισιναίων. Επικεφαλής μικρού σώματος Ηλείων πολέμησε στην Ηλεία, στην Αχαΐα και στην Αττική. Το 1825 αγωνίστηκε εναντίον των… … Dictionary of Greek
Παμπούκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. Kατάγονταν από τα Καλάβρυτα. 1. Νικηφόρος (1784 – 1840). Μοναχός και διδάσκαλος. Σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή και στη σχολή των Κυδωνιών, φιλοσοφία και θεολογία. Μετά το τέλος των σπουδών του έγινε ιερομόναχος. Δίδαξε… … Dictionary of Greek
Πεντεδέκας, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα τέλη 18ου αι. – Ναύπλιο 1833). Ηπειρώτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στη Μολδαβία, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά, για να επιδοθεί στο εμπόριο. Το 1816, όταν βρισκόταν στη Μόσχα, μυήθηκε στη… … Dictionary of Greek
κατηχώ — κατήχησα, κατηχήθηκα, κατηχημένος, μπάζω κάποιον στα δόγματα της θρησκείας, διδάσκω: Κατήχησε τον ειδωλολάτρη στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)